κατάφωτος

κατάφωτος
-η, -ο
γεμάτος φως, άπλετα φωτισμένος, ολόφωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -φωτος (< φῶς, -φωτός), πρβλ. αυτό-φωτος, διά-φωτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διάφωτος — η, ο (Μ ος, ον) αυτός που φωτίζεται σ όλη του την έκταση, κατάφωτος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το διάφωτο εξώστης με τζαμαρία, τζαμιλίκι …   Dictionary of Greek

  • καταφώτιστος — η, ο κατάφωτος, γεμάτος λάμψη, καταφωτισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταφωτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο Ημερολόγιον Αθηναϊκόν] …   Dictionary of Greek

  • λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν …   Dictionary of Greek

  • ολόλαμπρος — η, ο (Α ὁλόλαμπρος, ον) πολύ λαμπρός, λουσμένος στο φως, ολοφώτεινος, κατάφωτος …   Dictionary of Greek

  • ολόφωτος — η, ο (Μ ὁλόφωτος, ον) γεμάτος φως, κατάφωτος, καταφωτισμένος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ολόφωτο φυσ. φωτιστική συσκευή που όλο το φως της συλλέγεται με φακούς και κατευθύνεται με ανακλαστήρες προς ορισμένη κατεύθυνση. επίρρ... ολόφωτα με πολύ φως …   Dictionary of Greek

  • πάμφωτος — η, ο (ΑΜ πάμφωτος, ον) γεμάτος φως, κατάφωτος, υπέρλαμπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φῶς, φωτός] …   Dictionary of Greek

  • σύφωτος — η, ο, Ν κατάφωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φωτός (< φως, φωτός), πρβλ. κατά φωτος] …   Dictionary of Greek

  • φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός …   Dictionary of Greek

  • διάφωτος — η, ο ο κατάφωτος, αυτός που δέχεται το φως από παντού: Η τάξη του σχολείου μας είναι διάφωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταφώτιστος — καταφώτιστος, η, ο και κατάφωτος, η, ο αυτός που φωτίζεται πολύ, φωτόλουστος: Το δωμάτιο αυτό είναι καταφώτιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”